- λυκοφίλιος
- λῠκο-φίλιος [φῐ], ον,A like wolf's friendship,
διαλλαγαί Men.833
. Adv. -ίως Ael.Dion.Fr.251.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαλλαγαί Men.833
. Adv. -ίως Ael.Dion.Fr.251.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυκοφίλιος — λυκοφίλιος, ον (Α) όμοιος με τη φιλία λύκου, δόλιος, ύπουλος («λυκοφίλιοι διαλλαγαί», Μέν.). επίρρ... λυκοφιλίως (Α) δόλια, ύπουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + φίλιος (< φίλος)] … Dictionary of Greek
λυκοφιλίως — λυκοφίλιος like wolf s friendship adverbial λυκοφίλιος like wolf s friendship masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκοφίλιοι — λυκοφίλιος like wolf s friendship masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκοφιλία — η (Α λυκοφιλία) [λυκοφίλιος] επιφανειακή, ψευδής και ύπουλη φιλία μεταξύ ανθρώπων που αλληλομισούνται («οὐδέν ἐστιν αἴσχιον λυκοφιλίας», Μάρκ. Αυρ.) … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek